ξεκόβω — ξεκόβω, ξέκοψα, ξεκομμένος βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεκόβω — και ξεκόφτω ξέκοψα, ξεκομμένος 1. μτβ., αποσπώ κάποιον, απομακρύνω: Τον ξέκοψαν από το σχολείο. 2. αμτβ., απομακρύνομαι, σταματώ να συχνάζω κάπου, απέχω: Ξέκοψε τελευταία από την παρέα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεκόβω — και ξεκόφτω 1. αποσπώ κάποιον ή κάτι από ένα σύνολο ή από ένα περιβάλλον («η γυναίκα του τόν ξέκοψε από τους φίλους του») 2. απέχω, απομακρύνομαι, αποβάλλω συνήθεια («όταν παντρεύτηκε ξέκοψε από τα χαρτιά) 3. (για ποίμνιο) φεύγω μακριά από το… … Dictionary of Greek
απορρέω — (AM ἀπορρέω) [ρέω] νεοελλ. μτφ. 1. προέρχομαι, πηγάζω από κάτι 2. προκύπτω, συνάγομαι αρχ. μσν. απομακρύνομαι, ξεκόβω από κάποιον μσν. περνώ, φεύγω αρχ. 1. αποπίπτω, πέφτω καταγής 2. φθείρομαι, χάνομαι 3. διαλύω το στρατόπεδο και αποχωρώ … Dictionary of Greek
διασχίζω — (AM διασχίζω) 1. διχοτομώ, διατέμνω 2. σχίζω ή διαπερνώ σ όλη την έκταση νεοελλ. διατρέχω απ άκρου σ άκρο («διέσχισε το πλήθος», «ο Δούναβις διασχίζει την Κεντρική Ευρώπη») αρχ. μέσ. 1. (για στρατιώτες) χωρίζομαι, ξεκόβω από την ομάδα 2.… … Dictionary of Greek
εκχωρίζω — ἐκχωρίζω (AM) μσν. 1. χωρίζομαι, αποχωρίζομαι από τους άλλους, ξεκόβω 2. διαφωνώ και έρχομαι σε φιλονικία αρχ. (για περιττώματα) αποχωρώ, εκκενώνομαι … Dictionary of Greek
εξειλώ — ἐξειλῶ, έω (AM) [ειλώ] 1. ανοίγω («ἕκαστον γοῡν [τῶν βιβλίων] ἤν ἐξειλήσῃς, δρᾱμα οὐ μικρὸν εὑρήσεις», Λουκιαν.) 2. μέσ. ἐξειλοῡμαι ξεφεύγω («τὸ ψυχάριον ἀπὸ τοῡ σώματος ἐξειλεῑται», Μάρκ. Αυρήλ.) 3. απομακρύνομαι, ξεκόβω … Dictionary of Greek
κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… … Dictionary of Greek
μοναχός — ή, ό και μονάχος, η, ο (ΑΜ μοναχός, ή, όν, Μ και μονάχος, η, ον και μοναχός και αμοναχός, ή, όν) 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο μοναχός, η μοναχή αυτός που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και έχει αφιερωθεί στη λατρεία τού Θεού σε μονή, μοναστής,… … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεκομμένος — η, ο [ξεκόβω] 1. αποχωρισμένος, αποσπασμένος 2. απομονωμένος, μεμονωμένος. επίρρ... ξεκομμένα 1. σύντομα και απερίφραστα («τού τό πα ξεκομμένα») 2. αμετάκλητα … Dictionary of Greek